αφοσιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφοσιωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφοσιώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αφοσιωμένος, -η, -ο
- που έχει αφοσιωθεί σε κάτι ή σε κάποιον