αφοσιωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφοσιωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφοσιώνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]αφοσιωμένος, -η, -ο
- που έχει αφοσιωθεί σε κάτι ή σε κάποιον