αφουγκράστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφουγκράστρα | οι | αφουγκράστρες |
γενική | της | αφουγκράστρας | — | |
αιτιατική | την | αφουγκράστρα | τις | αφουγκράστρες |
κλητική | αφουγκράστρα | αφουγκράστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφουγκράστρα < αφουγκραστής + κατάληξη θηλυκού -τρα < αφουγκράζομαι + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφουγκράστρα θηλυκό
- θηλυκό του αφουγκραστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφουγκράστρα
|