αφού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφού < (ελληνιστική κοινή) ἀφοῦ < αρχαία ελληνική ἀφ' οὗ (χρόνου)
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
αφού
- (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν το προτερόχρονο
- Γύρισε στο σπίτι και, αφού πρώτα έφαγε, έπεσε για ύπνο.
- (αιτιολογικός)
- αφού θες να κάνεις αυτή τη δουλειά, πρέπει να σπουδάσεις στο Πολυτεχνείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονικό