αφριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφριστικός < αφρίζω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική foaming)
Επίθετο[επεξεργασία]
αφριστικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης : αφριστός |
αφριστικός, -ή, -ό