αφροδισιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφροδισιολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρικός κλάδος που ασχολείται με τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφροδισιολογία
|