αφρόξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφρόξυλο < αφροξυλιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφρόξυλο ουδέτερο
- το ξύλο της αφροξυλιάς
- (γενικότερα) μαλακό ξύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφρόξυλο
|