αφρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφρός | οι | αφροί |
γενική | του | αφρού | των | αφρών |
αιτιατική | τον | αφρό | τους | αφρούς |
κλητική | αφρέ | αφροί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφρός < αρχαία ελληνική ἀφρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφρός αρσενικό
- σύνολο φυσαλίδων που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια ενός υγρού
- (συνεκδοχικά) το πάνω μέρος, η επιφάνεια ενός υγρού
- (ειδικότερα) η επιφάνεια της θάλασσας
- (μεταφορικά) το πιο εκλεκτό τμήμα από ένα σύνολο πραγμάτων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βγάζω αφρούς: θυμώνω υπερβολικά
- βγαίνω στον αφρό: εμφανίζομαι, γίνομαι φανερός