αφτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφτί | τα | αφτιά |
γενική | του | αφτιού | των | αφτιών |
αιτιατική | το | αφτί | τα | αφτιά |
κλητική | αφτί | αφτιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφτί < (ελληνιστική κοινή) ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς < αρχαία ελληνική οὖς < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ṓws (αφτί) < *h₂ew- (βλέπω) (τά ὠτία > ταουτία > ταφτία > ταφτιά > τ’ αφτί· πβ. αβγό)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφτί ουδέτερο
- το όργανο της ακοής
- η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος το ύψος μιας μουσικής νότας και τις νότες από τις οποίες αποτελείται μια μουσική φράση
- παίζει μουσική με το αφτί, δεν ξέρει να διαβάζει νότες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στήνω αφτί: προσπαθώ να κρυφακούσω
- απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο: για κάποιον που πρέπει να λάβει μια τιμωρία
- δεν ιδρώνει το αφτί μου: δε με καταβάλλουν τα αρνητικά σχόλια
- μου ΄φαγε τ' αφτιά: με κούρασε επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ίδια συμβουλή ή το ίδιο αίτημα
- μπαίνουν ψύλλοι στ' αφτιά μου: αρχίζω και ανησυχώ για κάτι
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά: όταν φοβόμαστε ότι κάποιος μας κατασκοπεύει
- του τη ρίχνω στ' αφτιά:
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφτί
|