αφυγραντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφυγραντικός < αφυγραίνω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dehumidifying)
Επίθετο[επεξεργασία]
αφυγραντικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την αφύγρανση ή συντελεί σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφυγραντικός