αφύτευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφύτευτος < αρχαία ελληνική ἀφύτευτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αφύτευτος
- που δεν έχει φυτευτεί
- που δεν έχει καλλιεργηθεί
- άσπαρτος