αφύτευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀφύτευτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφύτευτος η αφύτευτη το αφύτευτο
      γενική του αφύτευτου της αφύτευτης του αφύτευτου
    αιτιατική τον αφύτευτο την αφύτευτη το αφύτευτο
     κλητική αφύτευτε αφύτευτη αφύτευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφύτευτοι οι αφύτευτες τα αφύτευτα
      γενική των αφύτευτων των αφύτευτων των αφύτευτων
    αιτιατική τους αφύτευτους τις αφύτευτες τα αφύτευτα
     κλητική αφύτευτοι αφύτευτες αφύτευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφύτευτος < αρχαία ελληνική ἀφύτευτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αφύτευτος

  1. που δεν έχει φυτευτεί
  2. που δεν έχει καλλιεργηθεί
     συνώνυμα: ακαλλιέργητος
     αντώνυμα: καλλιεργημένος, καλλιεργήσιμος
  3. άσπαρτος
     αντώνυμα: σπαρμένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]