αφώτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφώτιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφώτιστος < ἀ- στερητικό + φωτίζω, φωτισ- + -τος < αρχαία ελληνική φάος / φῶς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈfo.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φώ‐τι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
αφώτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει φωτιστεί
- ≈ συνώνυμα: σκοτεινός
- ≠ αντώνυμα: φωτισμένος
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν διαφωτίσει ή ενημερώσει για κάτι
- (μεταφορικά) ανερμήνευτος, αινιγματικός
- (παρωχημένο) αβάπτιστος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(μεταφορική σημασία)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αφώτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αφώτιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)