αχίλλειος πτέρνα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]αχίλλειος πτέρνα θηλυκό
- το αδύναμο σημείο κάποιου, το σημείο όπου κάποιος είναι τρωτός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχίλλειος πτέρνα
|