αχαλιναγώγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχαλιναγώγητος < (ελληνιστική κοινή) ἀχαλιναγώγητος < χαλιναγωγέω / χαλιναγωγῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
αχαλιναγώγητος
- που δεν έχει χαλιναγωγηθεί ή δεν μπορεί να χαλιναγωγηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχαλιναγώγητος
|