αχαμνός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαμνός η αχαμνή το αχαμνό
      γενική του αχαμνού της αχαμνής του αχαμνού
    αιτιατική τον αχαμνό την αχαμνή το αχαμνό
     κλητική αχαμνέ αχαμνή αχαμνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαμνοί οι αχαμνές τα αχαμνά
      γενική των αχαμνών των αχαμνών των αχαμνών
    αιτιατική τους αχαμνούς τις αχαμνές τα αχαμνά
     κλητική αχαμνοί αχαμνές αχαμνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχαμνός < μεσαιωνική ελληνική αχαμνός < χαμνός < αρχαία ελληνική χαῦνος

Επίθετο[επεξεργασία]

αχαμνός, -ή, -ό

  1. αδύνατος, λεπτός
  2. καχεκτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]