αχαρτζιλίκωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχαρτζιλίκωτος < α- + χαρτζιλικώ(νω) + -τος < χαρτζιλίκι < τουρκική harçlık < αραβικά خرج (kharj, δαπάνη)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αχαρτζιλίκωτος, -η, -ο
- που δεν του έχει δοθεί ή δεν του δίνεται χαρτζιλίκι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχαρτζιλίκωτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)