αχαρτογράφητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαρτογράφητος η αχαρτογράφητη το αχαρτογράφητο
      γενική του αχαρτογράφητου της αχαρτογράφητης του αχαρτογράφητου
    αιτιατική τον αχαρτογράφητο την αχαρτογράφητη το αχαρτογράφητο
     κλητική αχαρτογράφητε αχαρτογράφητη αχαρτογράφητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαρτογράφητοι οι αχαρτογράφητες τα αχαρτογράφητα
      γενική των αχαρτογράφητων των αχαρτογράφητων των αχαρτογράφητων
    αιτιατική τους αχαρτογράφητους τις αχαρτογράφητες τα αχαρτογράφητα
     κλητική αχαρτογράφητοι αχαρτογράφητες αχαρτογράφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχαρτογράφητος < α- στερητικό + (χαρτογραφώ) χαρτογραφη- + -τος (κατά το αγεωγράφητος)

Επίθετο[επεξεργασία]

αχαρτογράφητος, -η, -ο

  1. που είναι άγνωστος ως περιοχή, δεν έχει χαρτογραφηθεί με ακρίβεια, δεν έχει εξερευνηθεί
    αχαρτογράφητο σπήλαιο, αχαρτογράφητος βυθός
  2. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που δεν αναφέρεται σε καμία χαρτογράφηση, σαν να μην υπάρχει, δεν έχει καταγραφεί είτε κυριολεκτικά (π.χ. ένας δρόμος που διανοίχθηκε πρόσφατα) είτε μεταφορικά
    Η χώρα μας πλέει σε αχαρτογράφητα νερά και εμείς καλούμαστε να πλοηγηθούμε προς άγνωστες κατευθύνσεις ("Ελευθεροτυπία", 30-11-13)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]