αχαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αχαϊκός | η | αχαϊκή | το | αχαϊκό |
γενική | του | αχαϊκού | της | αχαϊκής | του | αχαϊκού |
αιτιατική | τον | αχαϊκό | την | αχαϊκή | το | αχαϊκό |
κλητική | αχαϊκέ | αχαϊκή | αχαϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αχαϊκοί | οι | αχαϊκές | τα | αχαϊκά |
γενική | των | αχαϊκών | των | αχαϊκών | των | αχαϊκών |
αιτιατική | τους | αχαϊκούς | τις | αχαϊκές | τα | αχαϊκά |
κλητική | αχαϊκοί | αχαϊκές | αχαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αχαϊκός < Αχαΐα
Επίθετο
[επεξεργασία]αχαϊκός -ή -ό
- Αχαϊκή Συμπολιτεία