αχείμαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αχείμαστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχείμαστος η αχείμαστη το αχείμαστο
      γενική του αχείμαστου της αχείμαστης του αχείμαστου
    αιτιατική τον αχείμαστο την αχείμαστη το αχείμαστο
     κλητική αχείμαστε αχείμαστη αχείμαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχείμαστοι οι αχείμαστες τα αχείμαστα
      γενική των αχείμαστων των αχείμαστων των αχείμαστων
    αιτιατική τους αχείμαστους τις αχείμαστες τα αχείμαστα
     κλητική αχείμαστοι αχείμαστες αχείμαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχείμαστος < α- στερητικό + χειμάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

αχείμαστος, -η, -ο

  1. που δεν ταράζεται, ο γαλήνιος, ο πράος
  2. που δεν τον πιάνει χειμώνας, δηλαδή που δεν κρυώνει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]