αχειροποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αχειροποίητος, -η, -ο
- που δεν κατασκευάσθηκε από ανθρώπινο χέρι αλλά με θαυματουργική ενέργεια
- Η παλαιότερη αχειροποίητος εικόνα της Παναγίας που θεωρείται δηλαδή ότι δεν ημιουργήθηκε από ανθρώπινο χέρι, προέρχεται από την πόλη .. [1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχειροποίητος