αχειροποίητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχειροποίητος η αχειροποίητη το αχειροποίητο
      γενική του αχειροποίητου της αχειροποίητης του αχειροποίητου
    αιτιατική τον αχειροποίητο την αχειροποίητη το αχειροποίητο
     κλητική αχειροποίητε αχειροποίητη αχειροποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχειροποίητοι οι αχειροποίητες τα αχειροποίητα
      γενική των αχειροποίητων των αχειροποίητων των αχειροποίητων
    αιτιατική τους αχειροποίητους τις αχειροποίητες τα αχειροποίητα
     κλητική αχειροποίητοι αχειροποίητες αχειροποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχειροποίητος < α- + χειρ + ποιώ

Επίθετο[επεξεργασία]

αχειροποίητος, -η, -ο

  • που δεν κατασκευάσθηκε από ανθρώπινο χέρι αλλά με θαυματουργική ενέργεια
    Η παλαιότερη αχειροποίητος εικόνα της Παναγίας που θεωρείται δηλαδή ότι δεν ημιουργήθηκε από ανθρώπινο χέρι, προέρχεται από την πόλη .. [1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]