αχερόντειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχερόντειος < αρχαία ελληνική Ἀχερόντειος < Ἀχέρων
Επίθετο[επεξεργασία]
αχερόντειος
- που έχει σχέση με τον Αχέροντα, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχερόντειος