αχθοφορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχθοφορικός η αχθοφορική το αχθοφορικό
      γενική του αχθοφορικού της αχθοφορικής του αχθοφορικού
    αιτιατική τον αχθοφορικό την αχθοφορική το αχθοφορικό
     κλητική αχθοφορικέ αχθοφορική αχθοφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχθοφορικοί οι αχθοφορικές τα αχθοφορικά
      γενική των αχθοφορικών των αχθοφορικών των αχθοφορικών
    αιτιατική τους αχθοφορικούς τις αχθοφορικές τα αχθοφορικά
     κλητική αχθοφορικοί αχθοφορικές αχθοφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχθοφορικός < μεσαιωνική ελληνική αχθοφορικός < (ελληνιστική κοινήἀχθοφόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

αχθοφορικός

  1. που έχει σχέση με τον αχθοφόρο, ανήκει σ' αυτόν ή αναφέρεται σ' αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αχθοφορικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]