αχθοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀχθοφόρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αχθοφόρος οι αχθοφόροι
      γενική του/της αχθοφόρου των αχθοφόρων
    αιτιατική τον/την αχθοφόρο τους/τις αχθοφόρους
     κλητική αχθοφόρε αχθοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχθοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀχθοφόρος < ἄχθ(ος) + -ο- + -φόρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.xθoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐χθο‐φό‐ρος
αχθοφόρος μεταφέρει αποσκευές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχθοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]