αχλάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απλάδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχλάδα οι αχλάδες
      γενική της αχλάδας των αχλάδων
    αιτιατική την αχλάδα τις αχλάδες
     κλητική αχλάδα αχλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχλάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχλάδα < ελληνιστική κοινή ἀχλάς < αρχαία ελληνική ἀχράς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχλάδα θηλυκό

  1. (φυτό) η αχλαδιά
  2. (φρούτο, μεγεθυντικό) (μεγάλο) αχλάδι

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]