αχνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχνάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχνάρι ουδέτερο
- το αποτύπωμα του πέλματος ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά
- κάθε ίχνος ή σημάδι
- πατρόν, σχέδιο, υπόδειγμα από ή σε κάποιο υλικό για την κατασκευή ρούχων