αχνάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αχνάρι τα αχνάρια
      γενική του αχναριού των αχναριών
    αιτιατική το αχνάρι τα αχνάρια
     κλητική αχνάρι αχνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχνάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχνάρι ουδέτερο

  1. το αποτύπωμα του πέλματος ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά
  2. κάθε ίχνος ή σημάδι
  3. πατρόν, σχέδιο, υπόδειγμα από ή σε κάποιο υλικό για την κατασκευή ρούχων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]