Μετάβαση στο περιεχόμενο

αχνίζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αχνίζω < αχνός + -ίζω

αχνίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]