αχνιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχνιστός η αχνιστή το αχνιστό
      γενική του αχνιστού της αχνιστής του αχνιστού
    αιτιατική τον αχνιστό την αχνιστή το αχνιστό
     κλητική αχνιστέ αχνιστή αχνιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχνιστοί οι αχνιστές τα αχνιστά
      γενική των αχνιστών των αχνιστών των αχνιστών
    αιτιατική τους αχνιστούς τις αχνιστές τα αχνιστά
     κλητική αχνιστοί αχνιστές αχνιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχνιστός < αρχαία ελληνική ἀτμιστός

Επίθετο[επεξεργασία]

αχνιστός, ή, ό

  1. που αχνίζει, βγάζει αχνούς επειδή έχει υψηλή θερμοκρασία
  2. που έχει μαγειρευτεί στον αχνό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]