αχνιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αχνιστός | η | αχνιστή | το | αχνιστό |
γενική | του | αχνιστού | της | αχνιστής | του | αχνιστού |
αιτιατική | τον | αχνιστό | την | αχνιστή | το | αχνιστό |
κλητική | αχνιστέ | αχνιστή | αχνιστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αχνιστοί | οι | αχνιστές | τα | αχνιστά |
γενική | των | αχνιστών | των | αχνιστών | των | αχνιστών |
αιτιατική | τους | αχνιστούς | τις | αχνιστές | τα | αχνιστά |
κλητική | αχνιστοί | αχνιστές | αχνιστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχνιστός < αρχαία ελληνική ἀτμιστός
Επίθετο[επεξεργασία]
αχνιστός, ή, ό
- που αχνίζει, βγάζει αχνούς επειδή έχει υψηλή θερμοκρασία
- που έχει μαγειρευτεί στον αχνό