αχονδροπλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχονδροπλασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχονδροπλασία θηλυκό
- (ιατρική), (βιολογία): ανώμαλη ανάπτυξη χόνδρων, συνηθέστερη μορφή της οποίας είναι ο ανθρώπινος νανισμός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχονδροπλασία
|