αχορτάριαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχορτάριαγος < α- στερητικό + χορταριά(ζω) + -γος . Συγκρίνετε με το αχορτάριαστος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.xoɾˈtaɾ.ʝa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χορ‐τά‐ρια‐γος
Επίθετο[επεξεργασία]
αχορτάριαγος
- (δημοτική, ιδιωματικό) άλλη μορφή του αχορτάριαστος, που δεν έχει χορταριάσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχορτάριαγος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αχορτάριαστος (& αχορτάριαγος) - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀχορτάριˬαστος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)