αχούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αχούρι | τα | αχούρια |
γενική | του | αχουριού | των | αχουριών |
αιτιατική | το | αχούρι | τα | αχούρια |
κλητική | αχούρι | αχούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αχούρι ουδέτερο
- στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων
- Στην κάτοψη του χωριάτικου σπιτιού φαίνεται το αχούρι, η αυλή και τα δωμάτια των ανθρώπων.
- (μεταφορικά) το ακατάστατο σπίτι
- Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς ζεις μέσα σ' αυτό το αχούρι.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)