αχρημάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.xɾiˈma.ti.stos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αχρημάτιστος -η -ο
- που δεν χρηματίζεται ή δεν έχει χρηματιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρημάτιστος
|