αχρηματοδότητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρηματοδότητος η αχρηματοδότητη το αχρηματοδότητο
      γενική του αχρηματοδότητου της αχρηματοδότητης του αχρηματοδότητου
    αιτιατική τον αχρηματοδότητο την αχρηματοδότητη το αχρηματοδότητο
     κλητική αχρηματοδότητε αχρηματοδότητη αχρηματοδότητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρηματοδότητοι οι αχρηματοδότητες τα αχρηματοδότητα
      γενική των αχρηματοδότητων των αχρηματοδότητων των αχρηματοδότητων
    αιτιατική τους αχρηματοδότητους τις αχρηματοδότητες τα αχρηματοδότητα
     κλητική αχρηματοδότητοι αχρηματοδότητες αχρηματοδότητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχρηματοδότητος < α- στερητικό + χρηματοδοτώ, χρηματοδοτη- + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε α- + χρηματο- + -δότητος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.xɾi.ma.toˈðo.ti.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐χρη‐μα‐το‐δό‐τη‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αχρηματοδότητος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]