αχρησιμοποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρησιμοποίητος < χρησιμοποιώ
Επίθετο[επεξεργασία]
αχρησιμοποίητος
- αυτός που δεν χρησιμοποιείται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρησιμοποίητος