αχρονολογήτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχρονολογήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀχρονολογήτως

Επίρρημα[επεξεργασία]

αχρονολογήτως

Πηγές[επεξεργασία]