αχτύπητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχτύπητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκτύπητος με ανόμοιο τρόπο άρθρωσης /kt > xt/ < (στερητικό) α- + (κτυπώ) κτυπη- + -τος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈxti.pi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χτύ‐πη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αχτύπητος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει κτυπηθεί
- (μεταφορικά) ασυναγώνιστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χτυπώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μεσαιωνικά ελληνικά: ἀκτύπητος (και καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχτύπητος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αχτύπητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)