αχυρόστρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχυρόστρωμα ουδέτερο
- στρώμα φτιαγμένο από άχυρο
- Αντί όμως να τας μεταχειρισθή προς τοιούτον σκοπόν, είχε προτιμήσει να προσθέση και αυτάς εις άλλας πενήντα χιλιάδας, όπου είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί νεκρός. (Εμμ. Ροΐδης, Συριανά διηγήματα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχυρόστρωμα
|