αχώριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχώριστος < αρχαία ελληνική ἀχώριστος < α στερητικό και χωρίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
αχώριστος,η,ο
- που δεν είναι δυνατόν τον χωρίσεις, αδιαίρετος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αχώριστοι φίλοι: φίλοι που ό,τι κάνουν, το κάνουν μαζί ή που πάντως είναι πολύ στενά συνδεδεμένοι και συνήθως συνοδεύουν ο ένας τον άλλο σε πολλές δραστηριότητες
- αχώριστα μόρια: μόρια που γραμματικά δεν στέκουν ανεξάρτητα και απαντούν μόνο σε σύνθετες λέξεις ( π.χ. το ξε στο ξεφορτώνω)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχώριστος