αψά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αψά < μεσαιωνική ελληνική αψά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αψά
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αψιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψά
|