αψέκαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αψέκαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν έχει ψεκαστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψεκάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψέκαστος