αψιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αψά, άψα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψιά < μεσαιωνική ελληνική αψιά ἀψέα < αψύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίρρημα[επεξεργασία]

αψιά

  1. με αψύ τρόπο ή γεύση
  2. έντονα, δυνατά
  3. θυμωμένα
  4. γρήγορα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη αψύς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]