αψιδόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αψιδόλιθος < αψίδα + -ο- + λίθος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική voussoir ή arch-stone)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αψιδόλιθος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) ο θολίτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψιδόλιθος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)