αψιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψιλία | οι | αψιλίες |
γενική | της | αψιλίας | των | αψιλιών |
αιτιατική | την | αψιλία | τις | αψιλίες |
κλητική | αψιλία | αψιλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αψιλία θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η έλλειψη χρημάτων
- Άιντε πλάκωσε αναδουλειά / κι αψιλίες έχω, βρε παιδιά, / αχ αυτά τα έρημα λεφτά / άιντε μου χαλάνε το σεβντά. (Από τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψιλία