αψύχωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψύχωτος η αψύχωτη το αψύχωτο
      γενική του αψύχωτου της αψύχωτης του αψύχωτου
    αιτιατική τον αψύχωτο την αψύχωτη το αψύχωτο
     κλητική αψύχωτε αψύχωτη αψύχωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψύχωτοι οι αψύχωτες τα αψύχωτα
      γενική των αψύχωτων των αψύχωτων των αψύχωτων
    αιτιατική τους αψύχωτους τις αψύχωτες τα αψύχωτα
     κλητική αψύχωτοι αψύχωτες αψύχωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψύχωτος < α- + ψυχώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αψύχωτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ψυχή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]