αϊτόπουλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αϊτόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του αϊτός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αϊτόπουλο
|
αϊτόπουλο ουδέτερο
|