αϋλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αϋλισμός οι αϋλισμοί
      γενική του αϋλισμού των αϋλισμών
    αιτιατική τον αϋλισμό τους αϋλισμούς
     κλητική αϋλισμέ αϋλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αϋλισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αϋλισμός αρσενικό

  • (επίσης και άκρατος υποκειμενικός ιδεαλισμός) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο φυσικός κόσμος υπάρχει μόνο όταν γίνεται συνειδητά αντιληπτός από μια ψυχή



Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]