αύλακα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὔλακα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αύλακα οι αύλακες
      γενική της αύλακας των αυλάκων
    αιτιατική την αύλακα τις αύλακες
     κλητική αύλακα αύλακες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αύλακα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὖλαξ (αρσενικό ή θηλυκό) από την αιτιατική ενικού «τὴν αὔλακα» → και δείτε τη λέξη αύλακας αρσενικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.vla.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αύ‐λα‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αύλακα θηλυκό

  1. (ιατρική) → δείτε τη λέξη αύλακας
    άλλες μορφές: ο αύλακας, παρωχημένο αρχαιοπρεπές: ο/η αύλαξ
     αντώνυμα: έλικα, εγκεφαλική έλικα (gyrus)
  2. (γεωλογία) → δείτε τη λέξη αύλακας
    υποθαλάσσια αύλακα
  3. το αυλάκι

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

θηλυκά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]