αύλειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὔλειος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αύλειος η αύλεια το αύλειο
      γενική του αύλειου της αύλειας του αύλειου
    αιτιατική τον αύλειο την αύλεια το αύλειο
     κλητική αύλειε αύλεια αύλειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αύλειοι οι αύλειες τα αύλεια
      γενική των αύλειων των αύλειων των αύλειων
    αιτιατική τους αύλειους τις αύλειες τα αύλεια
     κλητική αύλειοι αύλειες αύλεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αύλειος < αρχαία ελληνική αὔλειος[1] < αὐλή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.vli.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αύ‐λει‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αύλειος, -α, -ο

  • (λόγιο) της αυλής, που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή
    Αλλάζει όψη ο αύλειος χώρος του Μποδοσάκειου (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη αυλή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. αὔλειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.