αώρως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀώρως, άωρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αώρως < αρχαία ελληνική ἀώρως < ἄωρος < ὥρα

Επίρρημα[επεξεργασία]

αώρως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]