αἰανής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰανής < αἰεί

Επίθετο[επεξεργασία]

αἰανής, -ής, -ές (και ιωνικός τύπος αἰηνής)

  1. αιώνιος, ατελεύτητος, ασταμάτητος
  2. οδυνηρός, ενοχλητικός