αἰονάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰονάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αἰονάω - αἰονῶ (συνηρημένο)
- υγραίνω, περιχέω, μουσκεύω
αἰονάω - αἰονῶ (συνηρημένο)