αἰσχροποιέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰσχροποιέω < αἰσχρός και ποιέω

Ρήμα[επεξεργασία]

αἰσχροποιέω - αἰσχροποιῶ (συνηρημένο)

  1. κάνω κάτι κακό, συνήθως με την ηθική ή ερωτική έννοια
  2. κακοποιώ κάποια τέχνη